- παράθλαση
- ηφυσ.βλ. περίθλαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράθλαση — παράθλαση, η και περίθλαση, η (φυσ.), φαινόμενο κατά το οποίο φωτεινή δέσμη αποκλίνει από την ευθεία της, όταν περνά από σχισμή ή τρύπα διαστάσεων της τάξεως του μήκους κύματος του φωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
μικροκύματα — Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η περιοχή μήκους κύματος εκτείνεται κατά προσέγγιση μεταξύ μερικών δεκάτων και μερικών χιλιοστών του μέτρου (από εδώ προέρχεται και η ονομασία των κυμάτων: δεκατομετρικά, εκατοστομετρικά και χιλιοστομετρικά) … Dictionary of Greek